επούλωση

επούλωση
[ης (-εως)] η затягивание (раны и т. п.), зарубцовывание, заживление; залечивание (тж. перен. ); исцеление (книжн.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επούλωση" в других словарях:

  • επούλωση — η (AM ἐπούλωσις) [επουλώνω] θεραπεία, κλείσιμο πληγής …   Dictionary of Greek

  • επούλωση — η 1. ο σχηματισμός ουλής σε τραύμα ή σε πληγή, θεραπεία τραύματος. 2. μτφ., η θεραπεία ή ο μετριασμός συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπουλώσῃ — ἐπουλώσηι , ἐπούλωσις cicatrization fem dat sg (epic) ἐπουλόω scar over aor subj mid 2nd sg ἐπουλόω scar over aor subj act 3rd sg ἐπουλόω scar over fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιοποίηση — η (ιστολ.) ο σχηματισμός επιθηλιακού ιστού και ειδικά η κάλυψη τού συνδετικού ιστού με επιθηλιακή στιβάδα κατά την επούλωση πληγών …   Dictionary of Greek

  • επουλωτικός — ή, ό (AM ἐπουλωτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για επούλωση, αυτός που επουλώνει …   Dictionary of Greek

  • θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • κατούλωσις — κατούλωσις, ώσεως, ἡ (Α) [κατουλώ] ο σχηματισμός ουλής σε μια πληγή, η τέλεια επούλωση …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»